ἔκθαμβος

ἔκθαμβος
ἔκθαμβος, ον s. ἐκθαμβέω; utterly astonished (so Polyb. 20, 10, 9; IDefixAudollent 271, 20 [III A.D.]; 1 Km 4:13 Sym.; but = terrible Da 7:7 Theod.; TestSol) Ac 3:11. εἶδον αὐτὸν (τὸν ἀέρα) ἔκθαμβον I noticed that it (the air) was astonished (i.e. amazement brought it to a standstill) GJs 18:2 (not pap). ἔκθαμβον γενέσθαι πρός τινα be greatly astonished at someone ApcPt 4:11. Abs. ἔ. γενέσθαι Hv 3, 1, 5.—M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἔκθαμβος — amazed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έκθαμβος — η, ο (AM ἔκθαμβος, ον) αυτός που καταλαμβάνεται από θαυμασμό ή κατάπληξη αρχ. φοβερός, φρικτός …   Dictionary of Greek

  • έκθαμβος — η, ο έκπληκτος, εμβρόντητος, σαστισμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἔκθαμβον — ἔκθαμβος amazed masc/fem acc sg ἔκθαμβος amazed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκθάμβους — ἔκθαμβος amazed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκθάμβῳ — ἔκθαμβος amazed masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔκθαμβα — ἔκθαμβος amazed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔκθαμβοι — ἔκθαμβος amazed masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ужасный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  =  прил. (греч. φρικτός) изумительный, возбуждающий… …   Словарь церковнославянского языка

  • ατύζομαι — ἀτύζομαι και ἀτύζω (Α) 1. συνταράσσομαι, τρομάζω, φοβάμαι 2. ταράζομαι από λύπη 3. εκπλήσσομαι, μένω έκθαμβος 4. ( ω) τρομάζω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. συσχετίστηκε με τα χεττιτ. hatuki «τρομερός, φοβερός» και αλβ. tus «τρομάζω»,… …   Dictionary of Greek

  • εκθαμβώ — ἐκθαμβῶ ( έω) (AM) προκαλώ κατάπληξη μσν. ἐκθαμβοῡμαι τρομάζω αρχ. 1. γίνομαι έκθαμβος, εκπλήττομαι 2. κοροϊδεύω, χλευάζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”